Εισαγωγή
Αν και ο αρχαίος βοτανολόγος Θεόφραστος (370-285 π.Χ.), ο φυσιοδίφης Διοσκουρίδης (1ος αιώνας μ.Χ.) και ο γιατρός Γαληνός (130-200 μ.Χ.) είχαν μελετήσει αρκετά το ρύζι ως φυτό, προϊόν διατροφής και μέσο θεραπείας ασθενειών του πεπτικού συστήματος, οι πρόγονοί μας είχαν δείξει γενικά λίγο ενδιαφέρον και προσοχή για την καλλιέργεια αυτή, ίσως επειδή η διατροφή τους στηριζόταν σε προϊόντα παραγόμενα από άλλα σιτηρά. Από τη 10ετία του 1950 που άρχισε να αυξάνει σιγά-σιγά η κατανάλωση του ρυζιού στη χώρα μας ξεκίνησε το ενδιαφέρον της πολιτείας για την καλλιέργεια αυτή, η οποία οδηγήθηκε το 1958 στη δημιουργία τμήματος για την έρευνα του ρυζιού στο Ινστιτούτο Σιτηρών.
Έκταση και απόδοση
Πριν το 1931 η έκταση του ρυζιού δεν ξεπερνούσε τα 10.000 στρέμματα ετησίως, την περίοδο 1931-1948 κυμαινόταν μεταξύ 10.000 και 40.000 στρεμμάτων, το 1950 αυξήθηκε σε 100.000 στρέμματα και την περίοδο 1951-2005 κυμάνθηκε μεταξύ 120.000 και 300.000 στρέμματα ετησίως (Εικόνα 1). Η ανεπάρκεια νερού άρδευσης ήταν ο κυριότερος περιοριστικός παράγοντας για την επέκταση της καλλιέργειας του ρυζιού στην Ελλάδα.
Εικόνα 1: Έκταση ρυζιού (πηγή Υ. Γ.)
Η καλλιέργεια του ρυζιού απαντάται κυρίως στους Νομούς Θεσσαλονίκης (51%) και Σερρών (16%), ενώ το υπόλοιπο 33% της έκτασης βρίσκεται στους Νομούς Ημαθίας (7%), Καβάλας (8%), Φθιώτιδας (5%), Αιτωλοακαρνανίας (6%), Πιερίας (6%) και έξι άλλους Νομούς (1%).
Η αναλογία των καλλιεργούμενων κατηγοριών-τύπων ρυζιού άλλαξε σημαντικά με την πάροδο του χρόνου (Πίνακας 1). Μέχρι το έτος 1969 μόνον ο τύπος Japonica καλλιεργούνταν. Έκτοτε άρχισε να καλλιεργείται και ο τύπος Indica. Οι στρογγυλόσπερμες ποικιλίες Japonica καλλιεργούνταν σε ποσοστό 80% της έκτασης το 1961. Μετά το ενδιαφέρον για την κατηγορία αυτή έπεσε και αυτές σταμάτησαν να καλλιεργούνται το έτος 1988. Οι μεσόσπερμες ποικιλίες Japonica που καλλιεργούνταν σε ποσοστό 4% της έκτασης το 1961 αυξήθηκαν σε ποσοστό μεγαλύτερο από 25% τις 10ετίες 1970 και 1980 αλλά μειώθηκαν ξανά σε ποσοστό 10% τη 10ετία 1990. Οι μακρόσπερμες ποικιλίες Japonica οι οποίες καλλιεργούνταν στο 15% της έκτασης το 1961, έφθασαν στο ποσοστό 60% κατά μέσο όρο τη 10ετία 1980, αλλά ελαττώθηκαν σε 43% κατά μέσο όρο τη 10ετία 1990. Η καλλιεργούμενη έκταση με τις ποικιλίες του τύπου Indica δε ξεπέρασε ένα μέσο όρο 12% τη χρονική περίοδο 1969-1989, ενώ την τελευταία 5ετία ήταν κατά μέσο όρο 66%.
Πίνακας: Κατηγορίες - τύποι ρυζιού
(πηγή Υ. Γ.)
Η απόδοση παρουσίασε μια ετήσια αύξηση κατά μέσο όρο 10,2% και 2,4% στις περιόδους 1931-1950 και 1950-2005, αντίστοιχα. Την πενταετία 2001-2005 η μέση απόδοση σε επίπεδο χώρας ήταν 753 kg ανά στρέμμα, 832 στην περιοχή της Θεσσαλονίκης και 659 στις άλλες περιοχές (Εικόνα 2). Η αύξηση στην απόδοση επιτεύχθηκε με την χρήση νέων υψηλοαποδοτικών ποικιλιών και με την εφαρμογή νέων τεχνολογιών, που βελτίωσαν τη τεχνική της καλλιέργειας και έλεγξαν τους περιοριστικούς παράγοντες της παραγωγής. Υπάρχει σημαντική διαφορά στις αποδόσεις στις περιοχές όπου καλλιεργείται το ρύζι, πράγμα που οφείλεται στην ελλιπή πληροφόρηση των ορυζοπαραγωγών, σχετικά με τις νέες καλλιεργητικές μεθόδους και στη μη ύπαρξη ενός μόνιμου σύγχρονου συστήματος άρδευσης και στράγγισης σε μερικές από τις περιοχές αυτές.
Εικόνα 2: Απόδοση ρυζιού (πηγή Υ. Γ.)
Βελτίωση ποικιλιών
Η δημιουργία μιας Τράπεζας Γενετικού Υλικού (ΤΓΥ) του ρυζιού ήταν η προτεραιότητα στο ξεκίνημα του προγράμματος βελτίωσης το 1958. Έτσι, μετά από 20 χρόνια υπήρχαν περίπου 200 ποικιλίες, 97% τύπου Japonica και μόνο 3% τύπου Indica. Το 1995 ο αριθμός τους αυξήθηκε στις 360, ενώ τα ποσοστά των δύο τύπων ρυζιού παρέμειναν τα ίδια. Σήμερα οι ποικιλίες στην (ΤΓΥ) έχουν φτάσει τις 500 με ποσοστό 94% Japonica και 6% Indica.
Πριν το 1965 το γενετικό υλικό εισάγονταν κυρίως από την Ιταλία και κατά δεύτερο λόγο από τις ΗΠΑ. Στην αρχή των βελτιωτικών προγραμμάτων δόθηκε έμφαση στη δημιουργία ποικιλιών τύπου Japonica, ημινάνων (85-100 cm), μικρής και μέσης πρωιμότητας (25-145 ημέρες), ανθεκτικών στις ασθένειες και στα έντομα και υψηλής απόδοσης σε καρπό. Το πρόγραμμα αυτό επιταχύνθηκε από το 1965, τόσο για τον τύπο Japonica με έμφαση στα ποιοτικά χαρακτηριστικά, όσο και για τον τύπο Indica. Περιορισμοί για τη δημιουργία ποικιλιών του τύπου Indica ήταν η οψιμότητα του γενετικού υλικού που χρησιμοποιήθηκε στις διασταυρώσεις, η μικρή βλαστική ικανότητα, το μεγάλο ύψος των φυτών καθώς και η χαμηλή απόδοση σε καρπό. Τα τελευταία έτη οι προσπάθειές μας στοχεύουν στη δημιουργία νέων ποικιλιών και των δύο τύπων που να συνδυάζουν παραγωγικότητα και ποιότητα. Ειδικότερα για τον τύπο Japonica πολύ σημαντική είναι η δημιουργία μακρόσπερμων ποικιλιών.
Το αρωματικό ρύζι δεν καλλιεργείται ακόμα. Το σοβαρότερο πρόβλημα είναι ότι χάνει το άρωμά του μετά από διασταυρώσεις του με τοπικές ποικιλίες. Προσπάθειες για την καλλιέργεια ξένων αρωματικών ποικιλιών έχουν γίνει στην Ελλάδα, αλλά δείχνουν μικρή προσαρμοστικότητα στις τοπικές κλιματολογικές συνθήκες.
Κατά την περίοδο 1958-2007 δημιουργήθηκαν 21 ποικιλίες, 17 τύπου Japonica και 4 τύπου Indica. Οι κύριοι μέθοδοι επιλογής που χρησιμοποιήθηκαν ήταν η μαζική και κλασική γενεαλογική με τις οποίες δημιουργήθηκαν εννέα και δέκα ποικιλίες, αντίστοιχα. Χρησιμοποιήθηκε επίσης και η κυψελωτή γενεαλογική μέθοδος επιλογής με την οποία δημιουργήθηκαν δύο ποικιλίες. Βιοτεχνολογικές μέθοδοι βασισμένες στην in vitro καλλιέργεια δεν έχουν χρησιμοποιηθεί ακόμη.
Το 2007 οι κυριότερες καλλιεργούμενες ποικιλίες ήταν 16 από τις οποίες οι εννέα (έξι Japonica και μία Indica) ήταν ελληνικές. Οι κυριότερες ποικιλίες από αυτές ήταν: Αξιός, Ευρώπη, Δίον, Μακεδονία, Ολυμπιάδα, Στρυμώνας, Δήμητρα, Αλέξανδρος, L-202, Cladio, Roma, Graldo και Grezo. Οι Ελληνικές ποικιλίες ρυζιού είναι υψηλών και σταθερών αποδόσεων. Η χώρα μας κατατάσσεται στις τέσσερις χώρες με την υψηλότερη απόδοση στον κόσμο μετά την Αυστραλία, Η.Π.Α. και Αίγυπτο.
Το προϊόν του ρυζιού σε γεωργικό, βιομηχανικό και καταναλωτικό επίπεδο
Η μέση έκταση αγρού αυξάνεται από έτος σε έτος γιατί δεν προστίθενται νέοι ορυζοπαραγωγοί, ενώ οι μεγαλύτεροι σε ηλικία παραγωγοί που κατέχουν μικρές εκτάσεις, δεν έχουν τον κατάλληλο μηχανικό εξοπλισμό για την καλλιέργεια ρυζιού και συνταξιοδοτούνται ενοικιάζοντας του αγρούς τους σε άλλους. Ο αριθμός των ορυζοπαραγωγών ήταν περίπου 6.200 το 1980, ενώ σήμερα έχουν μειωθεί κάτω από 4.000.
Η βιομηχανία ορυζόμυλων παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της αγοράς γιατί οδηγεί τους καταναλωτές σε μερικούς τύπους προϊόντων. Υπήρχαν οκτώ ορυζόμυλοι μικρής δυναμικότητας το 1950, οι οποίοι παρήγαγαν μόνο λευκό ρύζι, ενώ σήμερα ο αριθμός τους ανέρχεται σε 28, μεγαλύτερης όμως δυναμικότητας. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι σχετικά παλιοί και δεν είναι εξοπλισμένοι με καινούριες μηχανές. Είκοσι παράγουν μόνο λευκό ρύζι, ενώ οκτώ μισοβρασμένο (parboiled) και λευκό ρύζι. Η διαδικασία του μισοβρασμού χρησιμοποιήθηκε για τις ποικιλίες του τύπου Indica όταν αυτές άρχισαν να καλλιεργούνται. Επίσης η ίδια διαδικασία χρησιμοποιήθηκε και για τον τύπο Japonica τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Αυτή παρουσιάζει αυξητικές τάσεις με την πάροδο του χρόνου γιατί οι ορυζομυλονάδες αποκτούν περισσότερο κέρδος μια και η απόδοση στο μύλο αυξάνεται αφού μειώνεται η θραυστικότητα των κόκκων, ενώ εκμεταλλεύονται το πίτυρο μετατρέποντάς το σε προϊόν εδώδιμο.
Η κατανάλωση ρυζιού δεν έχει να παρουσιάσει ουσιαστικές μεταβολές, καθώς παραμένει στα ίδια επίπεδα τουλάχιστον τα τελευταία 10 χρόνια (6,5 kg κατά κεφαλή το έτος), αν και έχει αυξηθεί κατά 26% από το 1981. Όμως, υπάρχουν σοβαρές αποδείξεις ότι οι ποιοτικές προτιμήσεις έχουν περάσει από πολύ σημαντικές αλλαγές. Πιο συγκεκριμένα, ο τύπος Japonica φαίνεται ότι προτιμάται περισσότερο από τους Έλληνες καταναλωτές, ενώ ο τύπος Indica αντιπροσωπεύει το 30% της συνολικής εγχώριας κατανάλωσης. Όσον αφορά τον τύπο Japonica οι καταναλωτές δείχνουν μεγαλύτερη προτίμηση στις μακρόσπερμες ποικιλίες σε σχέση με τις μεσόσπερμες και στρογγυλόσπερμες. Η τάση αυτή προβλέπεται να συνεχιστεί και στις επόμενες δεκαετίες. Τέλος, αυξάνεται και η ζήτηση για το αρωματικό ρύζι στην Ελληνική αγορά.
Εισαγωγές-εξαγωγές
Η Ελλάδα εισήγαγε ρύζι μέχρι το 1960. Από τότε και μέχρι το 1983 η ισορροπία εισαγωγών-εξαγωγών ήταν θετική μόνο όταν η έκταση του καλλιεργούμενου ρυζιού ξεπερνούσε τα 200.000 στρέμματα. Την περίοδο αυτή το ρύζι που εισάγονταν στη χώρα μας ήταν αποφλοιωμένο τύπου Indica, ενώ αυτό που εξάγονταν ήταν τύπου Japonica κυρίως αναποφλοίωτο και
Εικόνα 3: Εισαγωγές - Εξαγωγές ρυζιού (Ρύζι = αναποφλοίωτο x 65%, αποφλοιωμένο, λευκό, σπασμένο, αλεύρι) (πηγή EUROSTAT)
Προοπτικές
Οι μη επαρκείς βροχοπτώσεις κατά τα τελευταία έτη προβληματίζουν τους ορυζοκαλλιεργητές, φορείς διανομής νερού και Πολιτεία για τη συνέχιση της καλλιέργειας. Η εξοικονόμηση όμως σημαντικών ποσοτήτων νερού λόγω της καλύτερης ισοπέδωσης των αγρών με τη χρήση σε μεγαλύτερη έκταση ισοπεδωτήρων που κινούνται με βάση τις ακτίνες Laser, σε συνδυασμό με την προβλεπόμενη εκτέλεση συστηματικών έργων αποταμίευσης νερού άρδευσης και στράγγισης και με τη χρησιμοποίηση νερού που προέρχεται από την επεξεργασία των λυμάτων του βιολογικού καθαρισμού (πεδιάδα Ν. Θεσ/νίκης) παρέχουν σημαντικές ελπίδες για διατήρηση της καλλιέργειας σε μία έκταση 200.000-250.000 στρεμμάτων της οποίας η παραγωγή θα καλύπτει τις ανάγκες της χώρας σε ρύζι. Ο τύπος Indica καλλιεργούμενος μέχρι 30% της συνολικής καλλιεργούμενης έκτασης μας καθιστά αυτάρκεις σε ρύζι αυτού του τύπου. Έτσι εξυπηρετούνται οι στόχοι της Πολιτείας παρά τα προβλήματα που δημιουργούνται απ' αυτόν. Στόχος μας θα πρέπει να είναι μια ισορροπία στην παραγωγή των τύπων Japonica και Indica για επίτευξη της αυτάρκειάς τους. Η συστηματική εφαρμογή της αμειψισποράς όπου είναι δυνατή, η χρησιμοποίηση σπόρου σποροπαραγωγής και ιδιαίτερα Ελληνικών ποικιλιών σε μεγαλύτερη έκταση θα βοηθήσουν σημαντικά στην αντιμετώπιση των εχθρών και ασθενειών και τον έλεγχο των δυσεξόντωτων ζιζανίων. Τέλος, ο εκσυγχρονισμός των ορυζόμυλων και η τήρηση των θεσπισμένων κριτηρίων ποιότητας θα καταστήσουν το Ελληνικό ρύζι ανταγωνιστικό που θα προτιμάται όχι μόνον από τους Έλληνες αλλά και από τους ξένους.
σπασμένο. Η Ελλάδα έχει γίνει αυτάρκης σε ρύζι από το 1984 και έπειτα. Αν και η ισορροπία εισαγωγών-εξαγωγών ήταν θετική την τελευταία περίοδο, η παραγωγή ρυζιού Indica ήταν μικρή και δεν κάλυπτε τις ανάγκες της κατανάλωσης μέχρι το 1993 (Εικόνα 3). Από το έτος αυτό και μετά η παραγωγή αυτού του τύπου καλύπτει τις ανάγκες κατά δύο φορές, ενώ υπάρχει και ένα έλλειμμα 15-20% από ρύζι του τύπου Japonica.
Καλύτερα αποτελέσματα για ρυζι αναποφλοιωτο
Την περίοδο αυτή το ρύζι που εισάγονταν στη χώρα μας ήταν αποφλοιωμένο τύπου Indica, ενώ αυτό που εξάγονταν ήταν τύπου Japonica κυρίως αναποφλοίωτο
πηγη © ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΣΙΤΗΡΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΊΚΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου